περίοδος

περίοδος
περίοδος, ,
A one who goes the rounds, patrol, Aen.Tact.22.3, al., Rev.Arch.1911(2).424 (Mesembria, i B. C.).
------------------------------------
περίοδος ([dialect] Dor. [full] πέροδος, q.v.), ,
A going round, marching round, flank march, τῶν Περσέων ἡ π. Hdt.7.219,229 ;

π. καὶ κύκλωσις Th.4.35

.
2 slow walk, Gal.17(2).99.
3 passage of fluids, Aret. SD1.10, cf. Arist.Pr.870a10.
II way round, Hdt.7.223 ;

λίμνης Id.1.185

; circumference, circuit, compass, σήματος, τείχεος, ib.93, 163 : abs., τὴν π. in circumference, Id.7.109.
III γῆς π. chart or map of the earth, Id.4.36, 5.49, Ar.Nu.206, Arist.Mete.362b12, Agathem.1.1 ; αἱ τῆς γῆς π. books of descriptive geography, Arist. Pol.1262a19, Rh.1360a34, Mete.350a16.
IV going round in a circle, coming round to the starting-point, circuit, ἡ τοῦ τρίποδος π. Plu. Sol.4.
2 esp. of Time, cycle or period of time, πάσαις ἐτέων π. Pi. N.11.40; freq. in Pl., ἐν πολλαῖς χρόνου καὶ μακραῖς π. Phd.107e ;

π. χιλιετής Phdr.249a

: abs., R.546b, Epicur.Ep.1p.27U. (pl.), etc.; κατὰ φύσιν π. Arist.GA777b18; of the Great Year of the Stoics, Chrysipp.Stoic.2.189
(pl.); ἐκ περιόδου periodically, in rotation, Heraclid.Pol.58, Plb.2.43.1, etc.;

ἐν περιόδῳ Plu.Eum.8

; esp. the period embracing the four great public games,

κατὰ τὰν π. ἑκάσταν IG9(1).694.31

(Corc.); ἐνίκησε τὴν π. Ath.10.415a; νικώμενος τὴν π. Arr. Epict.3.25.5, cf. Poll.4.89; v. περιοδονίκης.
3 of events, periodic recurrence, cycle, Isoc.15.174, Thphr.CP1.13.1.
b cycle, roster of public officials,

τῇ πρὸ ταύτης π. τῶν μελλόντων λειτουργεῖν POxy. 1119.6

(iii A. D.), cf. 1552.3 (iii A. D.).
4 Medic., a regular prescribed course of life, ἐν τῇ καθεστηκυίᾳ π. ζῆν to live in the regular course, Pl.R.4073; αἱ ἰατρικαὶ π. the periodical visits of a regular physician, the doctor's rounds, Luc.Gall.23, cf. Nigr.22 : hence, medical practice, Heraclasap.Orib.48.18.2.
b the period of menstruation, Arist.GA738a17.
c fit of intermittent fever, or the like , Hp. Aph.4.59 (pl.), D.9.19; ὁ ἐκ περιόδου πυρετός an intermittent fever, Luc.Philops.9.
5 course at dinner, X.Cyr.2.2.2 ; π. λόγων table-talk, Id.Smp.4.64.
6 orbit of a heavenly body, Id.Mem. 4.7.5 ; ἀστέρος κυκλικὴ π. Vett.Val.94.20; also θεριναὶ π., = τροπαί, Hp.Aër.19; revolution of a heavenly body, Epicur.Ep.1p.28U.
V survey in thought, ἡ ἅμα νοήματι π. τῶν κυριωτάτων ib.p.32U.
VI Rhet., period, Thrasymach. ap. Suid.s.v. Θρασύμαχος, etc.; defined as λέξις ἔχουσα ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴ καθ' αὑτὴν καὶ μέγεθος εὐσύνοπτον, Arist.Rh.1409a35, etc.; also in Music and Metric, Heph.Poëm.3.5, Aristid.Quint.1.14.
VII vessel used in iron-founding, Arist.Fr.261.
VIII entrance to a temple enclosure, IG11(2).158 A65 (Delos, iii B. C.).
IX = Lat. regio, π. Καρίας Maiuri Nuova Silloge 562 ([place name] Cos).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περίοδος — one who goes the rounds fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίοδος — Τμήμα του λόγου που αποτελείται από μία ή περισσότερες προτάσεις. Στον γραπτό λόγο, μια π. χωρίζεται συνήθως από τις άλλες με τελεία, θαυμαστικό ή ερωτηματικό. Η διάκριση των π. σε δύο τύπους, την απλή π. (με μία μόνο πρόταση) και τη σύνθετη (με… …   Dictionary of Greek

  • περίοδος — η 1. χρονικό διάστημα: Ιστορική περίοδος. 2. φάση φαινομένου, στάδιο: Χειμερινή περίοδος του έτους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανωμαλιακή περίοδος περιφοράς — Το χρονικό διάστημα ανάμεσα σε δύο διαδοχικές διαβάσεις της Σελήνης από το περίγειο. Ονομάζεται επίσης ανωμαλιακός μήνας. Επειδή το περίγειο κινείται προς τη διεύθυνση περιφοράς της Σελήνης, δηλαδή προς Α (συμπληρώνει πλήρη περιστροφή σε 9 έτη),… …   Dictionary of Greek

  • ινδοχμεριανή περίοδος — Η περίοδος κατά την οποία αναπτύχθηκε ο πολιτισμός των Χμερ, μεταξύ 1ου και 6ου αι. μ.Χ. Ονομάζεται επίσης προχμεριανή. Βλ. λ. Καμπότζη …   Dictionary of Greek

  • μεσολιθική περίοδος — Προϊστορική εποχή που ακολούθησε την παλαιολιθική και προηγήθηκε της νεολιθικής (10η –7η π.Χ. χιλιετία). Στο διάστημα των χιλιετιών, μεταγενέστερες της εποχής των παγετώνων, που διήρκεσε η μ.π., οι κλιματολογικές και περιβαλλοντικές συνθήκες… …   Dictionary of Greek

  • αστρική ή ανυδρική περίοδος — Υποδιαίρεση του κοσμικού αιώνα, δηλαδή του πρώτου αιώνα στην ιστορία της γεωλογίας. Στη διάρκεια της περιόδου αυτής εμφανίστηκε η Γη ως αυτοτελές και αυθύπαρκτο ουράνιο φωτεινό σώμα. Επειδή η θερμοκρασία έφτανε περίπου στους 6.000°C, δεν υπήρχαν… …   Dictionary of Greek

  • αστρική περίοδος περιστροφής — Το χρονικό διάστημα κατά το οποίο ένα ουράνιο σώμα κάνει μια πλήρη περιστροφή γύρω από ένα κύριο σώμα, σε σχέση με τα άστρα. Όταν το σώμα που περιστρέφεται είναι η Σελήνη και το κύριο σώμα η Γη, τότε η α.π.π. λέγεται αστρικός μήνας, ενώ όταν το… …   Dictionary of Greek

  • αλκυονίδες μέρες — Περίοδος κατά την οποία στην Ελλάδα και γενικότερα στην ανατολική Μεσόγειο διακόπτεται η χειμερινή κακοκαιρία από αίθριες και ηλιόλουστες ημέρες. Ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι το φαινόμενο αυτό παρουσιάζεται επτά ημέρες πριν ή μετά τη χειμερινή… …   Dictionary of Greek

  • Период термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Период, термин риторики — (περίοδος путь вокруг чего либо) термин риторики и стилистики, значение которого определялось различными формулами, имевшими между собой мало общего. Современная стилистика исключает из области своего исследования искусственные различения,… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”